Διαδρομη Στο Χρονο


Καλαρρύτες, διαδρομή στο χρόνο

Το ιστορικό κεφαλοχώρι Καλαρρύτες ανήκει στα Βλαχοχώρια της Πίνδου. Είναι εγκατεστημένο σε υψόμετρο περίπου 1200 μ. στην ορεινή περιοχή Λάκμου (υψόμ. 2.285 μ.)-Τζουμέρκων (2.429 μ.), στα ανατολικά όρια της Ηπείρου προς τη Θεσσαλία.
Αρχαιολογικά κατάλοιπα  ανθρώπινης δραστηριότητας εγγύς του οικισμού (λείψανα αρχαίου τείχους που ανήκει πιθανώς σε φρουριακό οικοδόμημα, καθώς και η ύπαρξη νεκροταφείου),  μαρτυρούν ότι η περιοχή κατοικήθηκε με βεβαιότητα τουλάχιστον από την ελληνιστική περίοδο.  Το γεγονός της ανθρώπινης παρουσίας και εγκατάστασης σε μια τόσο δύσβατη και δυσπρόσιτη περιοχή όπως αυτή των Καλαρρυτών κατά την αρχαιότητα συνδέεται με την ανάγκη ελέγχου των φυσικών περασμάτων-οδών επικοινωνίας μεταξύ Ηπείρου –Θεσσαλίας.
Η ύπαρξη εκτεταμένων ορεινών βοσκοτόπων στην ευρύτερη περιοχή κατάλληλων για άσκηση νομαδικής κτηνοτροφίας, υπήρξε ένας καθοριστικός παράγοντας για την προσέλκυση πληθυσμών με κύρια ενασχόληση την κτηνοτροφία, γεγονός που συνέβαλε στην εδραίωση – επέκταση και περαιτέρω ανάπτυξη του (αρχικού) οικισμού. Οι Καλαρρύτες ως σημαντικό κτηνοτροφικό κέντρο φαίνεται να ακμάζουν κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο, όπως αποδεικνύει η κατασκευή - ύπαρξη του Ιερού Ναού του Αγίου Νικολάου με έτος κτίσης 1480.
              Την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Καλαρρύτες απολαμβάνουν αυτοδιοίκησης και μερικής φοροαπαλλαγής, αφού τέθηκαν υπό την προστασία της Βαλιντέ Σουλτάνας (Βασιλομήτορος). Τα προνόμια αυτά εξασφαλίζουν στους κατοίκους σταθερότητα και συνθήκες ευνοϊκές για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων. Μέσω αυτών επέρχεται σταδιακή πύκνωση του πληθυσμού και μετατροπή-αναβάθμιση του δευτερογενούς τομέα παραγωγής από οικοτεχνία σε βιοτεχνία. Οι Καλαρρυτινοί επιδίδονται στην επεξεργασία των κτηνοτροφικών πρώτων υλών (μαλλί και δέρματα),  ασχολούνται με την εριουργία, αναπτύσσοντας με τον καιρό σημαντική βιοτεχνική παραγωγή μάλλινων ειδών. Κυρίαρχο είδος, που γίνεται ευρύτατα εξαγώγιμο, αποτελούσε το μάλλινο ύφασμα από το οποίο κατασκευάζονταν οι επενδύτες, οι γνωστές κάπες, ποιμενικές, στρατιωτικές και ναυτικές.



Παράλληλα, η ανάγκη μεταφοράς μεγάλων ποσοτήτων εμπορευμάτων εντός Ελλάδος αλλά και προς τα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης, θα οδηγήσει στην δημιουργία οδικού δικτύου και ενός συστήματος μεταφοράς από αγωγιάτες–κυρατζήδες που τίθενται επικεφαλής εμπορικών καραβανιών.
Από τα μέσα του 18ου αιώνα, οργανώνεται από Καλαρρυτινούς ένα πολύ καλό σύστημα εμπορικών ανταλλαγών και διακίνησης των καλαρρυτινών προϊόντων στις εγχώριες και στις ευρωπαϊκές αγορές. Αυτή την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα των Καλαρρυτινών εμπόρων αποδεικνύει η ίδρυση και επιτυχημένη παρουσία για πολλά χρόνια εμπορικών οίκων σε όλες τις μεγάλες πόλεις και τα λιμάνια της Μεσογείου και της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνο στην Ιταλία, όπου κατεξοχήν δραστηριοποιήθηκαν οι Καλαρρυτινοί έμποροι, (Αγκόνα, Νάπολη, Τεργέστη, Λιβόρνο, Βενετία κ.α.)  λειτουργούσαν για πολλές δεκαετίες εμπορικοί οίκοι από τους αδελφούς Δουρούτη, Σταματάκη, Μπαχώμη, Λάμπρου και Τουρτούρη, τις οικ.  Παράσχη και Σγούρου και πολλών άλλων.
Αλλά και στην εσωτερική αγορά, ιδιαίτερα στα Γιάννενα, η παρουσία τους είναι δυναμική, απειλώντας την κυριαρχία των γιαννιωτών εμπόρων. Μάλιστα οι τελευταίοι όχι μόνον επισημαίνουν και αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο της οικονομικής τους υποβάθμισης αλλά παραπονιούνται στον Αλή Πασά με αναφορά τους το Μάιο του 1817:

«τον παλαιόν καιρόν οι Καλαρριτιώτες και οι Συρακιώτες ήταν πιστικοί και ραφτάδες και τώρα έγιναν οι καλύτεροι πραγματευτάδες, αυτοί έχουν την πραγμάτειαν όπου είχον οι Γιαννιώτες, εχάθηκαν τα μαγαζιά του Αργύρη, του Κρομύδη, του Δρόσου, του Χατζή Πολίζου, του Πατρινού, των Κολοβάτων και άλλων διαφόρων που είναι γνωστά και τώρα έγιναν εις τον τόπον τους των Λαμπραίων, του Τορτούρη, του Σγούρου, των Δαμιραίων, των Γκιούρντηδων και άλλων διαφόρων γνωστών».

    Οι Καλαρρυτινοί ιδιοκτήτες των μεγάλων εμπορικών οίκων δεν ενδιαφέρονταν μόνο για τις οικονομικές υποθέσεις και τη συγκέντρωση υλικών αγαθών. Υψηλή υπήρξε η επένδυση σε μορφωτικά και καλλιτεχνικά αγαθά τα οποία μεταφέρουν και αποθέτουν εν είδει ανταμοιβής στη γενέθλια γη. Καλλιεργούν και προστατεύουν με κάθε τρόπο τα γράμματα και τις τέχνες προάγοντας τον πολιτισμό στον τόπο τους.
    Εκτός όμως από το εμπόριο, το οποίο συνέβαλε στην οικονομική ευρωστία, οι δραστήριοι και επιδέξιοι Καλαρρυτινοί, θα μάθουν να καλλιεργούν και τις τέχνες. Μυήθηκαν στη ραπτική, στην υφαντική τέχνη, στη χρυσοκεντητική, έγιναν υπέροχοι τεχνίτες του ασημιού, τομέας στον οποίο οι Καλαρρυτινοί πραγματικά θαυματούργησαν.

                     Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Καλαρρύτες γνωρίζουν τη μεγαλύτερη, μια πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα και τις συγκυρίες της εποχής, οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη.
    Η διαπίστωση και επιβεβαίωση έρχεται και μέσα από τις μαρτυρίες ξένων περιηγητών όπως των W. Leake και F. Pouqueville, οι οποίοι επισκέφθηκαν την περιοχή στις αρχές του 19ου αιώνα, συνάντησαν μορφωμένους και καλλιεργημένους ανθρώπους που μιλούσαν ξένες γλώσσες και γνώριζαν τις τιμές των χρηματιστηρίων των μεγάλων ευρωπαϊκών πόλεων, κατοικούσαν σε λαμπρά σπίτια στα οποία υπήρχαν βιβλιοθήκες με αρχαία  και ξενόγλωσσα συγγράμματα. Στα κείμενά τους αποτυπώνονται η ακμή και το υψηλό μορφωτικό και πολιτιστικό επίπεδο των κατοίκων της ευημερούσας κωμόπολης η οποία αριθμούσε κατά την απογραφή του 1820, 3.000 κατοίκους !
         


Αυτή η αξιοζήλευτη οικονομική ευμάρεια, η κοινωνική και πολιτιστική άνοδος έμελλε να διακοπεί βίαια και ανεπανόρθωτα στις αρχές Ιουλίου του 1821. Οι Καλαρρυτινοί, πολλοί από τους οποίους ήταν μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία, μέσα στο γενικό κλίμα ενθουσιασμού της εθνικής παλιγγενεσίας, ξεσηκώνονται, οραματιζόμενοι ελευθερία και εθνική κυριαρχία. Tο αποτέλεσμα δεν τους δικαίωσε. Η επανάσταση απέτυχε και η ακμάζουσα κωμόπολη λεηλατείται και καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τους Τουρκαλβανούς.
Ο οικισμός, βέβαια, ξανακατοικείται σε μικρό χρονικό διάστημα (στην απογραφή του 1831 παρουσιάζονται μόνο 26 οικογένειες), κυρίως από κτηνοτρόφους, οι οποίοι θα συμβάλλουν στην ανάκαμψη και οικονομική ανάπτυξη της κοινότητας, αλλά δεν θα αποκτήσει ποτέ την παλιά του αίγλη. Οι εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητες, κυρίαρχες μέχρι το 1821, εκλείπουν και η οικονομία του χωριού στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην κτηνοτροφία, μια διαχρονική δραστηριότητα των κατοίκων, που λόγω της ύπαρξης των βοσκοτόπων, εξακολουθεί και σήμερα να έχει δυναμική παρουσία. Οι συνθήκες αναγκάζουν τους περισσότερους  Καλαρρυτινούς να μην επανέλθουν στο χωριό. Πολλοί επιλέγουν άλλα επαγγέλματα, πέραν των παραδοσιακών, σπουδάζουν, εγκαθίστανται και εργάζονται μόνιμα σε αστικά κέντρα (Γιάννενα, διάφορες πόλεις της Θεσσαλίας). Το 1881 οι Καλαρρύτες ενσωματώνονται στο Ελληνικό κράτος και ακολουθεί περίοδος σχετικής ανάκαμψης (σύμφωνα με την απογραφή του 1881 ο πληθυσμός αριθμεί 1.843 άτομα). Αποτελούν για πολλά χρόνια το διοικητικό κέντρο της περιοχής με Ειρηνοδικείο, Αστυνομικό σταθμό, Τελωνειακή και Ταχυδρομική Υπηρεσία και Ελληνικό σχολείο. Το 1913 με την απελευθέρωση των Ιωαννίνων προσαρτώνται διοικητικά στον Νομό Ιωαννίνων από δε τo 2011 αποτελούν διοικητικό διαμέρισμα του Δήμου Βορείων Τζουμέρκων.
Σήμερα οι Καλαρρύτες, διατηρώντας τα τοπικά αρχιτεκτονικά, κοινωνικά  και πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, συνιστούν ένα εξαιρετικό δείγμα διατηρητέου οικισμού του Ηπειρωτικού χώρου,  αποτελώντας πόλο έλξης και  ιδιαίτερα προσφιλή τουριστικό προορισμό όλη τη διάρκεια του χρόνου.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις